- ζοφομηνία
- ζοφομηνία, ἡ (Α)1. η έκλειψη τής σελήνης2. ασέληνη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + -μηνία < μήνη «σελήνη» (πρβλ. νου-μηνία, σκοτο-μηνία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζοφομηνία — ζοφομηνίᾱ , ζοφομηνία fem nom/voc/acc dual ζοφομηνίᾱ , ζοφομηνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… … Dictionary of Greek